Πώς τα καταφέραμε και μείναμε πίσω ως χώρα σε τόσους τομείς, και τρέχουμε τώρα να πλησιάσουμε τα… φυσιολογικά για την εποχή επίπεδα σε θέματα εκσυγχρονισμού; Πώς γίνεται ως λαός να αρκεστήκαμε στην ένδοξη κληρονομιά μας, την οποία σε κάθε ευκαιρία υπερήφανα επικαλούμαστε; Πώς φτάσαμε να είμαστε υπερήφανοι μόνο για το παρελθόν, και όχι για το παρόν που ζούμε και το μέλλον που χτίζουμε;
Ρητορικά τα παραπάνω ερωτήματα; Ίσως. Ανασκοπώντας και αναλύοντας, καταλήγεις σε άλλη μία “δόση” ερωτημάτων; Είχαμε τόσο κακούς ή ανεπαρκείς πολιτικούς; Είχαμε έλλειψη οράματος και στόχων; Φταίμε εμείς ως λαός, που ανεχόμασταν το μέτριο, επιβραβεύοντάς το μάλιστα στις επόμενες εκλογές, δεχόμενοι παθητικά την απάθεια;
Αν θέλαμε να δώσουμε μία γενική, αλλά περιεκτική απάντηση σε όλα τα παραπάνω, αυτή θα μπορούσε να αποτελείται από μόλις δύο λέξεις: πολιτικό κόστος.
Διανύσαμε πολλές δεκαετίες κατά τις οποίες οι πολιτικοί επέλεγαν να είναι αρεστοί και λαοφιλείς, από το να είναι αποτελεσματικοί. Απέφευγαν να σπάσουν αυγά και τα προβλήματα… αυγάτιζαν. Οι αποφάσεις λαμβάνονταν ή δεν λαμβάνονταν με βάση τη δυναμική πολιτευτών σε κάθε γωνιά της χώρας. Μεγάλες, αναγκαίες αλλαγές αναβάλλονταν, επειδή αντιδρούσαν συνδικαλιστές ή θίγονταν μεγάλες επαγγελματικές ομάδες, και αυτό θα είχε πολιτικό κόστος.
Από την άλλη, κι εμείς ως πολίτες δεν είμαστε άμοιροι ευθυνών. Κι εμείς γνωρίζαμε αυτό τον “εθισμό” στο πολιτικό κόστος και τον αξιοποιούσαμε κατά καιρούς για κανένα ρουσφέτι, κανένα διορισμό, για να ασκήσουμε πίεση ώστε να γίνει ή να μη γίνει κάτι. Μετά έρχονταν οι εκλογές, ψηφίζαμε ξανά τους ίδιους που δεν έκαναν κάτι αλλά μας εξυπηρέτησαν, μετά βρίζαμε που δεν άλλαζε κάτι και, κάπως έτσι, πέρασαν τα χρόνια χωρίς να το καταλάβουμε.
Ό,τι είχε να κάνει με συμπερίληψη θα έθιγε το “κοινό” των συντηρητικών, το “μάζεμα” του δημοσίου θα έφερνε πορείες στους δρόμους, το κλείσιμο ενός νοσοκομείου επειδή η περιοχή εξυπηρετείται από άλλο κοντινό, θα οδηγούσε σε ξεσηκωμό της τοπικής κοινωνίας – και πάει λέγοντας.
Το κόστος του πολιτικού κόστους είναι ανυπολόγιστο. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη το πάει αλλιώς κοιτώντας το γενικό καλό, και όχι τις πρόσκαιρες αντιδράσεις των λίγων. Αρχίσαμε ως χώρα να λειτουργούμε με σχέδιο και να κοιτάμε μπροστά. Γιατί αυτό θέλουν και οι πολίτες: να μην ασχολούμαστε με μία… τοπική μπόρα που θα περάσει, αλλά με το πώς θα επαναφέρουμε την “καλοκαιρία” στη χώρα, από κάθε άποψη.
Του Θεόδουλου Παπαβασιλείου
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Ελεύθερος Τύπος