Ο κ. Σπύρος Θ. Σαπουνάς, MD, PhD, Ενδοκρινολόγος – Διαβητολόγος και Β’ Αντιπρόεδρος ΕΟΦ, δίνει απαντήσεις σε βασικές ερωτήσεις σχετικά με τις θυρεοειδοπάθειες, οι οποίες αφορούν ολοένα και περισσότερους ανθρώπους τα τελευταία χρόνια, τόσο στην Ελλάδα, όσο και διεθνώς. Καθώς η έγκαιρη διάγνωση και αντιμετώπισή τους αποδεικνύεται καθοριστική για την ποιότητα ζωής των ασθενών, είναι σημαντικό να μπορεί κανείς να αναγνωρίσει τα βασικά συμπτώματα που θα τον οδηγήσουν στον ειδικό. Ποια είναι, όμως, αυτά τα συμπτώματα; Ποιοι οι κυριότεροι παράγοντες κινδύνου που καθιστούν κάποιον ευάλωτο στις θυρεοειδοπάθειες; Με ποιες συνοσηρότητες συνδέονται; Και ποιες οι φαρμακευτικές και χειρουργικές επιλογές που υφίστανται σήμερα για την αντιμετώπισή τους;
Συνέντευξη στη Μαρία Λυσάνδρου
Κάνοντας λόγο για «παθήσεις του θυρεοειδούς», σε τι ακριβώς αναφερόμαστε;
Όταν αναφερόμαστε σε παθήσεις του θυρεοειδούς, εννοούμε ένα σύνολο καταστάσεων που επηρεάζουν είτε τη λειτουργία ή τη μορφολογία του θυρεοειδούς αδένα, χωρίς απαραίτητα να επηρεάζει το ένα το άλλο. Οι παθήσεις αυτές περιλαμβάνουν κυρίως τον υποθυρεοειδισμό (ανεπαρκής παραγωγή θυρεοειδικών ορμονών), τον υπερθυρεοειδισμό (υπερβολική παραγωγή θυρεοειδικών ορμονών), θυρεοειδίτιδες (όπως η θυρεοειδίτιδα Hashimoto ή η υποξεία θυρεοειδίτιδα), όζους και κακοήθειες (καρκίνος θυρεοειδούς).
Ποια είναι τα βασικότερα συμπτώματα που μπορεί να υποδηλώνουν κάποια δυσλειτουργία του θυρεοειδούς;
Τα συμπτώματα ποικίλλουν ανάλογα με τη φύση της δυσλειτουργίας. Ο υποθυρεοειδισμός, για παράδειγμα, χαρακτηρίζεται από κόπωση, αύξηση βάρους, δυσκοιλιότητα, δυσανεξία στο κρύο, καταθλιπτική διάθεση, ξηροδερμία και τριχόπτωση.
Ο υπερθυρεοειδισμός, από την άλλη, χαρακτηρίζεται από νευρικότητα, αϋπνία, απώλεια βάρους, ταχυκαρδία, διάρροιες, υπερβολική εφίδρωση, τρόμο, διαταραχές περιόδου. Οι δε όζοι ή η διόγκωση χαρακτηρίζονται από πόνο στον τράχηλο, δυσκολία στην κατάποση ή στην αναπνοή και μία εμφανή διόγκωση στη βάση του λαιμού.
Πόσο σημαντική είναι η έγκαιρη διάγνωση των παθήσεων του θυρεοειδούς; Και ποιες μπορεί να είναι οι επιπτώσεις τυχόν αγνόησης ή μη αναγνώρισης των χαρακτηριστικών συμπτωμάτων;
Η έγκαιρη διάγνωση είναι καίριας σημασίας, διότι επιτρέπει την αποτροπή σοβαρών επιπλοκών, όπως καρδιακές αρρυθμίες, υπογονιμότητα, μυξοίδημα ή θυρεοτοξική κρίση.
Η μη διάγνωση μπορεί να επηρεάσει ποικίλα συστήματα του οργανισμού και να μιμηθεί άλλες παθήσεις, παραπλανώντας την κλινική εικόνα.
Ας υποθέσουμε, λοιπόν, ότι κάποιος εμφανίζει ύποπτα συμπτώματα. Πού απευθύνεται και ποιες εξετάσεις καλείται να κάνει προκειμένου να ελέγξει τον θυρεοειδή του;
Ο ασθενής πρέπει να απευθυνθεί σε ενδοκρινολόγο ή, αρχικά, στον παθολόγο. Οι βασικές εξετάσεις περιλαμβάνουν αιματολογικό έλεγχο θυρεοειδικών ορμονών (TSH, FT4, T3), αντισωμάτων (anti-TPO, anti-TG, TRAb), καθώς και υπερηχογράφημα θυρεοειδούς. Αν εντοπιστούν όζοι, ενδέχεται να απαιτηθεί παρακέντηση με λεπτή βελόνη (FNA).
Βάσει ποιων παραγόντων είναι πιθανό κάποια άτομα να καταστούν πιο ευάλωτα απέναντι στις παθήσεις του θυρεοειδούς;
Η ευαλωτότητα επηρεάζεται από:
- Γενετική προδιάθεση, όταν δηλαδή υπάρχει οικογενειακό ιστορικό.
- Το φύλο και την ηλικία. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι εν λόγω παθήσεις είναι πιο συχνές στις γυναίκες, ιδίως μετά την εμμηνόπαυση.
- Την ύπαρξη αυτοάνοσων νοσημάτων.
- Την έλλειψη ή υπερβολή ιωδίου.
- Την έκθεση σε ακτινοβολία ή συγκεκριμένα φάρμακα.
- Εγκυμοσύνη και περιόδους ορμονικών μεταβολών.
Σε περίπτωση ευαλωτότητας, σε ποιο βαθμό διαφοροποιείται η έναρξη, η συχνότητα και, ενδεχομένως, η φύση των προληπτικών ελέγχων;
Σε άτομα υψηλού κινδύνου, ο πρώτος έλεγχος ενδείκνυται ήδη από την πρώιμη ενήλικη ζωή, και επαναλαμβάνεται ετησίως ή αναλόγως των ευρημάτων.
Αν υπάρχει θετικό οικογενειακό ιστορικό ή αυτοάνοση νόσος, η συχνότητα και η ακρίβεια των ελέγχων (με TSH, FT4 και υπερηχογράφημα) είναι αυξημένες.
Στην αντιµετώπιση των θυρεοειδοπαθειών, στόχος πάντα είναι η σταθεροποίηση της ορµονικής ισορροπίας και η πρόληψη επιπλοκών
Ποιες συννοσηρότητες συνδέονται συνήθως με τις παθήσεις του θυρεοειδούς;
Συχνές συννοσηρότητες αποτελούν αυτοάνοσα νοσήματα, όπως π.χ. σακχαρώδης διαβήτης τύπου 1, κοιλιοκάκη και ρευματοειδής αρθρίτιδα.
Επιπλέον, πιθανές συννοσηρότητες είναι και τα καρδιαγγειακά προβλήματα (ιδίως με υπερθυρεοειδισμό), οι διαταραχές γονιμότητας και κύησης, δισλιπιδαιμίες, καθώς και η κατάθλιψη και οι αγχώδεις διαταραχές.
Από πλευράς διαχείρισης των συγκεκριμένων παθήσεων, ποιες είναι οι νεότερες εξελίξεις στη φαρμακευτική ή και χειρουργική αντιμετώπιση των θυρεοειδικών όζων;
Στη φαρμακευτική προσέγγιση, οι στοχευμένες θεραπείες με αναστολείς κινάσης εφαρμόζονται σε κακοήθεις περιπτώσεις. Σε καλοήθεις όζους, εφαρμόζεται η θερμική αφαίρεση (π.χ. με ραδιοσυχνότητες) ως εναλλακτική της χειρουργικής.
Στη χειρουργική, οι ρομποτικές και ελάχιστα επεμβατικές τεχνικές μειώνουν την ανάγκη για ανοιχτή θυρεοειδεκτομή και τις επιπλοκές της.
Είναι ιάσιμες οι παθήσεις του θυρεοειδούς ή στόχος είναι κυρίως η διατήρησή τους σε ύφεση;
Ορισμένες παθήσεις είναι πλήρως ιάσιμες, όπως για παράδειγμα η υποξεία θυρεοειδίτιδα, η καταδυόμενη βρογχοκήλη, η οποία χειρουργείται, ενώ άλλες, όπως ο υποθυρεοειδισμός λόγω θυρεοειδίτιδας Hashimoto, είναι χρόνιες και απαιτούν, πολλές φορές, διά βίου διαχείριση.
Στόχος πάντα είναι η σταθεροποίηση της ορμονικής ισορροπίας και η πρόληψη επιπλοκών.
Τα τελευταία χρόνια καταγράφεται μια αύξηση των παθήσεων του θυρεοειδούς διεθνώς, αλλά και στη χώρα μας. Θα μπορούσε αυτή η αύξηση να συνδέεται και με μεγαλύτερη ευαισθητοποίηση του κοινού και, άρα, μεγαλύτερο αριθμό προληπτικών εξετάσεων; Θεωρείτε ότι κάνουμε κάποια ¬–μικρά, έστω– βήματα προόδου προς αυτή την κατεύθυνση;
Ναι, η αύξηση μπορεί να αντανακλά καλύτερη ευαισθητοποίηση και πιο συστηματικούς ελέγχους, κυρίως μέσω προληπτικών check-up και αυξημένης ιατρικής πληροφόρησης. Αυτό σημαίνει ότι οι διαγνώσεις γίνονται νωρίτερα, αποφεύγοντας σοβαρές συνέπειες.
Παρατηρείται πρόοδος, ιδιαίτερα στις γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας και στα παιδιά με οικογενειακό ιστορικό, με ταυτόχρονη βελτίωση των θεραπευτικών εργαλείων.
Η πιο πρόσφατη και εκτενής μελέτη είναι η EMENO (Εθνική Μελέτη Εξέτασης Υγείας), η οποία δημοσιεύθηκε το 2022 και περιλάμβανε 5.981 ενήλικες από όλη την Ελλάδα. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα:
- Το 9% του πληθυσμού είχε κάποια μορφή θυρεοειδοπάθειας.
- O υποθυρεοειδισμός ήταν η πιο συχνή διαταραχή (8,6%), ενώ ο υπερθυρεοειδισμός ήταν σπάνιος (0,4%).
- Οι γυναίκες εμφάνιζαν σημαντικά υψηλότερα ποσοστά (14,9%) σε σύγκριση με τους άνδρες (2,7%).
- Οι περιοχές με ιστορικό ανεπάρκειας ιωδίου, όπως η Κρήτη και η Μακεδονία, παρουσίαζαν υψηλότερη επίπτωση.
Η μελέτη αυτή επισημαίνει ότι η επίπτωση των θυρεοειδοπαθειών στην Ελλάδα είναι υψηλότερη από τον μέσο όρο άλλων ευρωπαϊκών χωρών.