Οι φόβοι των φαρμακευτικών επιχειρήσεων, οι οποίες εδώ και πολύ καιρό τονίζουν ότι τα μέτρα που λαμβάνονται στον τομέα του φαρμάκου μπορεί να οδηγήσουν σε απόσυρση σημαντικών σκευασμάτων από την ελληνική αγορά, επαληθεύονται.
Συγκεκριμένα, η εταιρεία Roche Hellas αποφάσισε να αποσύρει το ογκολογικό σκεύασμα Cotellic, το οποίο συμπεριλήφθηκε στη θετική λίστα τον Φεβρουάριο του 2017 και χρησιμοποιείται για τη θεραπεία ενήλικων ασθενών με ανεγχείρητο ή μεταστατικό μελάνωμα.
Στην απόφαση αυτή συνέβαλε η απόφαση της κυβέρνησης να επιβάλει υποχρεωτική έκπτωση 25% για τα νέα, καινοτόμα φάρμακα, με αναδρομική μάλιστα ισχύ από 1/1/2017. Σύμφωνα με την εταιρεία, με την εφαρμογή του συγκεκριμένου μέτρου, η τιμή του σκευάσματος μειώνεται κατά 40% – χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το clawback – και κατά 50% αν περιληφθεί και το clawback, γεγονός που καθιστά τη διάθεσή του υπό το υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο αποζημίωσης και μέσω της θετικής λίστας μη βιώσιμη. Αξίζει, επίσης, να σημειωθεί ότι, βάσει νόμου, η αρχική τιμή των νέων θεραπειών στην Ελλάδα καθορίζεται ως ο μέσος όρος των τριών χαμηλότερων αντίστοιχων τιμών στην Ευρώπη, οπότε εκ προοιμίου το κόστος των νέων θεραπειών είναι ήδη πολύ χαμηλό. «Η απόφαση αυτή ελήφθη με πλήρη επίγνωση της ευθύνης μας προς τους ασθενείς. Είναι μια απόφαση που αναγκαστήκαμε να πάρουμε προκειμένου να διασφαλίσουμε ότι οι έλληνες ασθενείς θα συνεχίσουν να έχουν πρόσβαση σε νέες καινοτόμες θεραπείες και φάρμακα τώρα και στο μέλλον», αναφέρει η εταιρεία.
Η Roche Hellas τονίζει ότι η περίπτωση του Cotellic αναδεικνύει τους ευρύτερους, σοβαρούς κινδύνους που δημιουργεί η επιβολή της επιπρόσθετης υποχρεωτικής έκπτωσης 25% στα νέα φάρμακα και στην πρόσβαση των ασθενών σε καινοτόμες θεραπείες. «Ενδεικτικό των κινδύνων αυτών, είναι το γεγονός ότι η Roche μολονότι έχει αναπτύξει ένα ακόμη νέο, καινοτόμο σκεύασμα, με υψηλή αποτελεσματικότητα και προφίλ ασφάλειας, για τη θεραπεία του καρκίνου του πνεύμονα, δεν έχει υποβάλει ακόμη αίτηση ένταξης στη θετική λίστα, καθώς αυτό θα σήμαινε τη διάθεσή του στην αγορά με έκπτωση 40% επί της τιμής παραγωγού – χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το clawback – και 50% αν περιληφθεί και το clawback. Επιπρόσθετα, δημιουργείται ζήτημα με τα ανταγωνιστικά προϊόντα, τα οποία διατίθενται ήδη στην αγορά και δεν υπόκεινται στο μέτρο της υποχρεωτικής έκπτωσης του 25%», υποστηρίζει χαρακτηριστικά.