Με αφορμή την έναρξη των εργασιών του Διεθνούς Συνεδρίου ATHENA 2017, το οποίο διοργανώνεται για δεύτερη φορά από την Ελληνική Εταιρεία Λοιμώξεων στους Βαρέως Πάσχοντες Ασθενείς, στις 28-30 Νοεμβρίου 2017, στην Αθήνα, η Οργανωτική Επιτροπή παραχώρησε συνέντευξη Τύπου, κατά τη διάρκεια της οποίας τα μέλη της αναφέρθηκαν στα κύρια θέματα που θα συζητηθούν.
«Ως Οργανωτική Επιτροπή, τα τελευταία χρόνια έχουμε δεσμευθεί να αναδείξουμε την επιστημονική αξία του συνεδρίου ATHENA πέρα από τα σύνορα της χώρας μας, και η διεθνής επιτυχία της προηγούμενης προσπάθειάς μας το 2015 μας απέδειξε ότι είμαστε στον σωστό δρόμο. Βασικός μας στόχος είναι να θέσουμε σε διαβούλευση το δύσκολο θέμα των λοιμώξεων στους βαρέως πάσχοντες. Πιο συγκεκριμένα, σε αυτή τη συνάντηση, θα εστιάσουμε στο πρόβλημα της μικροβιακής αντοχής και ορθολογιστικής θεραπείας των αντιβιοτικών, στις μελλοντικές εξελίξεις που αφορούν την ανοσολογία των λοιμώξεων και της σήψης, καθώς και στο αυξημένο οικονομικό κόστος που αποτελεί συνέπεια της μη σωστής αντιμετώπισης των λοιμώξεων. Επιπλέον, θα συζητήσουμε τα προβλήματα λειτουργίας των Μονάδων Εντατικής Θεραπείας (ΜΕΘ) που συνδέονται με την ανάγκη πρόσληψης νοσηλευτικού προσωπικού», δήλωσε σχετικά ο κ. Γιώργος Δημόπουλος, Πρόεδρος του Συνεδρίου, Αναπληρωτής Καθηγητής Εντατικής Θεραπείας, Β΄ Πανεπιστημιακής Κλινικής Εντατικής Θεραπείας του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου «ΑΤΤΙΚΟΝ», Ιατρικής Σχολής Ε.Κ.Π.Α.
«Σύμφωνα με τα δεδομένα της Ελληνικής Ομάδας Μελέτης της Σήψης, 120.000 ασθενείς προσβάλλονται στην Ελλάδα ετησίως από σήψη, εκ των οποίων πεθαίνει το 35-50%. Το μέλλον στην αντιμετώπιση είναι η προσωποποιημένη θεραπεία – δηλαδή οι ασθενείς ομαδοποιούνται σε διαφορετικό είδος θεραπείας ανάλογα με τα αποτελέσματα των διαγνωστικών εξετάσεων, αλλά επιπρόσθετα εφαρμόζεται και ο γονιδιακός έλεγχος. Τα αποτελέσματα αυτών των εξετάσεων αναδεικνύουν τον μηχανισμό λειτουργίας του ανοσιακού συστήματος, ο οποίος μπορεί να διαφέρει σημαντικά από ασθενή σε ασθενή. Η πρώτη παγκοσμίως μελέτη προσωποποιημένης θεραπείας έχει ξεκινήσει από την Ελληνική Ομάδα Μελέτης της Σήψης σε 12 Μονάδες Εντατικής Θεραπείας στην Ελλάδα, μετά από έγκριση από την Εθνική Επιτροπή Δεοντολογίας και από τον Εθνικό Οργανισμό Φαρμάκων», σημείωσε ο κ. Ευάγγελος Ι. Γιαμαρέλλος – Μπουρμπούλης, Αναπληρωτής Καθηγητής Παθολογίας, Δ΄ Πανεπιστημιακής Παθολογικής Κλινικής του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου «ΑΤΤΙΚΟΝ», Ιατρικής Σχολής Ε.Κ.Π.Α, αναφερόμενος στη σήψη, την ακραία μορφή λοίμωξης κατά την οποία τα μικρόβια τροποποιούν την απάντηση του ανοσιακού μηχανισμού του ασθενούς με τέτοιο τρόπο, ώστε τελικά αυτή να στρέφεται εναντίον του καταστρέφοντας τα όργανα.
«Στη σύγχρονη πραγματικότητα των συστημάτων Υγείας, οι περιορισμένοι οικονομικοί πόροι δεν επιτρέπουν την κάλυψη τού συνεχώς αυξανόμενου κόστους της φαρμακευτικής αγωγής και της περίθαλψης των πολιτών. Φυσικά το κόστος της ανθρώπινης ζωής είναι ανεκτίμητο, αλλά οι διαθέσιμοι πόροι για την υγεία είναι συγκεκριμένοι και σίγουρα όχι ανεξάντλητοι. Η πρόταση να μη χρησιμοποιούμε τα νέα και καινοτόμα φάρμακα επειδή θα είναι ακριβότερα από τα παλιά, δεν είναι μόνο ανεδαφική και ηθικά κατακριτέα, αλλά και λανθασμένη από φαρμακο-οικονομική άποψη. Η τιμή του φαρμάκου αποτελεί ένα μικρό ποσοστό του συνολικού κόστους περίθαλψης του ασθενούς (συνήθως <20%) και είναι πολύ πιθανό ένα νέο ακριβότερο αντιβιοτικό, εάν έχει καλύτερη αποτελεσματικότητα, να μειώσει τη διάρκεια και το κόστος νοσηλείας. Αν πάλι έχει λιγότερες παρενέργειες, πέρα από το όφελος για τον ασθενή, θα μειωθεί και πάλι το συνολικό κόστος περίθαλψης του. Στη ΜΕΘ, για παράδειγμα, κάθε ημέρα νοσηλείας στοιχίζει τουλάχιστον 1.000€. Οπότε, εάν μια νέα αντιβιοτική θεραπεία έχει σαν αποτέλεσμα τη μείωση της διάρκειας νοσηλείας για 2-3 μέρες, αυτόματα υπερκαλύπτει τη διαφορά τιμής ανάμεσα στο παλιό και το νέο αντιβιοτικό, όσο ακριβότερο και εάν είναι αυτό.
…Η σύγχρονη σωστή φαρμακο-οικονομική προσέγγιση απαιτεί την αξιολόγηση νέων θεραπειών μέσα από μια ανάλυση συνολικού κόστους/ωφελιμότητας, έτσι ώστε να εκτιμήσουμε αν αξίζει να επενδύσουμε σε μια ακριβότερη νέα θεραπεία για να έχουμε το επιπλέον όφελος που μας προσφέρει σε ποσότητα, αλλά και ποιότητα ζωής. Η επιλογή του φθηνότερου φαρμάκου περιορίζει την πρόσβαση σε νέες καινοτόμες και αποτελεσματικότερες θεραπείες, ενώ συχνά όχι μόνο δεν μειώνει, αλλά μπορεί και να αυξήσει το συνολικό κόστος περίθαλψης του ασθενούς», τόνισε ο κ. Απόστολος Αρμαγανίδης, Καθηγητής Πνευμονολογίας – Εντατικής Θεραπείας και Διευθυντής Β΄ Πανεπιστημιακής Κλινικής Εντατικής Θεραπείας του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου «ΑΤΤΙΚΟΝ», Ιατρικής Σχολής Ε.Κ.Π.Α.
Η κα Αναστασία Κoτανίδου, Καθηγήτρια Πνευμονολογίας – Εντατικής Θεραπείας, Α’ Πανεπιστημιακή Κλινική Εντατικής Θεραπείας του Γ.Ν.Α «ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ», Ιατρικής Σχολής Ε.Κ.Π.Α και Πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Εντατικής Θεραπείας, αναφέρθηκε στη σημασία της επαρκούς νοσηλευτικής στελέχωσης των μονάδων Υγείας, και ειδικότερα των ΜΕΘ, για τον έλεγχο των νοσοκομειακών λοιμώξεων, αλλά και γενικότερα για την αναβάθμιση της ποιότητας των παρεχομένων υπηρεσιών υγείας.
«Η συχνότητα εμφάνισης αντοχής των μικροβίων στα αντιβιοτικά (πολυανθεκτικά και πανανθεκτικά μικρόβια) αυξάνεται συνεχώς τα τελευταία χρόνια στους ασθενείς που νοσηλεύονται σε ΜΕΘ και καθίσταται μια σημαντική αιτία νοσηρότητας και θνητότητας. Θα πρέπει να διευκρινίσουμε ότι πολυανθεκτικά μικρόβια (MDR) ονομάζονται εκείνα που εμφανίζουν αντοχή σε ένα τουλάχιστον αντιβιοτικό σε τρεις ή περισσότερες κατηγορίες αντιβιοτικών, ενώ πανανθεκτικά (PDR) ονομάζονται εκείνα που εμφανίζουν αντοχή σε όλες τις κατηγορίες των αντιβιοτικών. Αν και οι παράγοντες κινδύνου για την εμφάνιση μικροβιακής αντοχής έχουν καθορισθεί (βαρύτητα νόσου, συν-νοσηρότητες, σηπτική καταπληξία, επεμβατικές μέθοδοι, κεντρικοί καθετήρες κ.λπ.), δεν μπορούμε να τους τροποποιήσουμε επαρκώς (λόγω της φύσης των ασθενών – βαρέως πάσχοντες) για να καταπολεμήσουμε την αυξημένη επίπτωση αντοχής. Προκειμένου να μπορούμε να παρέμβουμε αποτελεσματικά για την αποφυγή ανάπτυξης αντοχής, είναι καίριας σημασίας η ορθολογιστική χρήση των αντιβιοτικών: δηλαδή η χρήση τους να γίνεται όπως πρέπει, εκεί που πρέπει, όταν πρέπει, με το σωστό σκεύασμα αντιβιοτικού (δραστικό στο συγκεκριμένο παθογόνο), τη σωστή δόση (για την εκρίζωση του παθογόνου) και όσο πιο έγκαιρα από τη διάγνωση, αφού η χορήγηση αντιβιοτικών τις πρώτες 4 ώρες από τη διάγνωση μειώνει τη θνητότητα έως και 30%. Κατά δεύτερον, θα πρέπει να δοθεί έμφαση στον έλεγχο των λοιμώξεων, για την αποφυγή μετάδοσης ανθεκτικών παθογόνων από ασθενή σε ασθενή», ανέφερε τέλος σε μήνυμά του ο κ. Γιώργος Ι. Μπαλτόπουλος, Ομότιμος Καθηγητής Πνευμονολογίας-Εντατικής Θεραπείας.