«Η πολιτική εργαλειοποίηση της πανδημίας, του εμβολιασμού και των θανάτων θα έπρεπε να βρίσκεται εκτός της αντιπολιτευτικής ατζέντας», σημειώνει ο Υπουργός Επικρατείας, Άκης Σκέρτσος, σε σημερινό άρθρο του στην «Εφημερίδα των Συντακτών». «Δυστυχώς στη χώρα μας δεν το έχουμε πετύχει, και ίσως αυτή η υστέρηση να είναι και ένας από τους λόγους που δεν έχουμε φτάσει στα ποσοστά εμβολιασμού των χωρών της Δυτικής Ευρώπης».
Όπως σημειώνει ο κ. Σκέρτσος, η Ελλάδα βρίσκεται στη 17η θέση μεταξύ των 27 της Ε.Ε σε απώλειες από ή με Covid, εξακολουθώντας να βρίσκεται κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο καθ’ όλη τη διάρκεια της πανδημίας έως και σήμερα. Σε χειρότερη θέση βρίσκονται αρκετές χώρες της αντικειμενικά πιο ανεπτυγμένης Δυτικής Ευρώπης. «Όποιος επιλέγει, λοιπόν, στοιχεία θνητότητας φωτογραφικά, χάνει σκοπίμως ή μη τη μεγάλη εικόνα», αναφέρει ο Υπουργός Επικρατείας και παραπέμπει στο https://www.euromomo.eu, όπου μπορεί κανείς να δει τους δείκτες θνησιμότητας όλων των ευρωπαϊκών χωρών.
Ο ίδιος χαρακτηρίζει «εξαιρετικά στενόχωρο» το γεγονός ότι το τελευταίο διάστημα καθημερινά χάνουν τη ζωή τους περίπου 30 συνάνθρωποί μας και ταυτόχρονα «θλιβερό», «διότι θα μπορούσαν να είχαν γλιτώσει τη ζωή τους αν είχαν εμβολιαστεί, καθώς 9 στους 10 ασθενείς που νοσούν βαριά και καταλήγουν είναι ανεμβολίαστοι. Αν η συντριπτική πλειονότητα του πληθυσμού είχε εμβολιαστεί, σήμερα θα είχαμε, σύμφωνα με επιστημονικές αναλύσεις, έως 50 ασθενείς σε ΜΕΘ Covid στην επικράτεια -κυρίως λόγω βαριών υποκείμενων ασθενειών- αντί για 330, όπως συμβαίνει τώρα».
Ο κ. Σκέρτσος σχολιάζει ότι, παρακολουθώντας τους δείκτες νοσηλείας διαχρονικά κατά τη διάρκεια της πανδημίας, διαπιστώνεται μια αντιστρόφως ανάλογη σχέση μεταξύ του εμβολιασμού και της επιβάρυνσης στο σύστημα υγείας. «Σήμερα, με τα 2/3 των ενηλίκων εμβολιασμένους, έχουμε το 1/3 των νοσηλειών, των ΜΕΘ και των θανάτων συγκριτικά με την άνοιξη του 2021, που ο εμβολιασμός ήταν ακόμη σε πολύ χαμηλά επίπεδα και επιπλέον βρίσκονταν σε ισχύ πολύ αυστηρά μέτρα δημόσιας υγείας. Για να το πούμε ξανά, το σύστημα υγείας χάρη στον εμβολιασμό και με ανοιχτή την Οικονομία δέχεται σήμερα -ακόμη και στη Β. Ελλάδα που έχει χαμηλότερο ποσοστό εμβολιασμού- το 1/3 των νοσηλειών που δεχόταν προ του εμβολίου κυρίως από ανεμβολίαστους ασθενείς…», συμπεραίνει ο Υπουργός και σημειώνει ότι το Εθνικό Σύστημα Υγείας παρέχει υπηρεσίες, ως οφείλει, σε όλους τους πολίτες – και όχι μόνο στους ασθενείς με Covid. Και έτσι θα παραμείνει.
Τέλος, ο κ. Σκέρτσος σχολιάζει ότι «η διαιρετική τομή ως προς τους εμβολιασμούς στην Ευρώπη δεν είναι μεταξύ Βορρά και Νότου, αλλά μεταξύ Δυτικής και Ανατολικής Ευρώπης. Η Ελλάδα τα έχει πάει πολύ καλύτερα ως προς το μερίδιο εμβολιασμένων στον γενικό πληθυσμό από τις υπόλοιπες χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, και λιγότερο καλά από τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης».
Διαπιστώνει, δε, ότι όσοι δήλωναν από πέρυσι στις δημοσκοπήσεις ότι θέλουν να εμβολιαστούν (περίπου 60-70% των ενηλίκων), το έχουν πράξει, με το 71% των ενηλίκων να έχουν εμβολιαστεί «χάρη στην άρτια οργανωμένη και πλήρως ψηφιοποιημένη εμβολιαστική εκστρατεία, την επίμονη εκστρατεία πειθούς αλλά και τα κίνητρα που δόθηκαν υπέρ του εμβολιασμού».
Ο ίδιος αναγνωρίζει ότι προφανώς υπάρχουν βαθύτεροι κοινωνικοί και πολιτισμικοί παράγοντες που επιδρούν στην άρνηση εμβολιασμού μιας μικρότερης μερίδας πολιτών. «Αυτούς τους παράγοντες πρέπει να τους εξετάσουμε και να τους διαχειριστούμε μεσομακροπρόθεσμα με σοβαρές παρεμβάσεις στο εκπαιδευτικό μας σύστημα, αλλά και με νέες πολιτικές πρόληψης υπέρ της δημόσιας υγείας».
«Το βέβαιο είναι ότι αυτές οι συμπεριφορές δεν αλλάζουν μέσα σε έναν χρόνο. Ενώ σίγουρα υποδαυλίζονται και από ανεύθυνες συμπεριφορές των κομμάτων της αντιπολίτευσης, όπως για παράδειγμα ότι δεν έχουν κάνει συστηματική καμπάνια υπέρ του εμβολιασμού τους τελευταίους 9 μήνες. Αντιθέτως, η αξιωματική αντιπολίτευση ανεχόταν έως πριν από έναν μήνα στελέχη της που αμφισβητούσαν ευθέως τη χρησιμότητα των εμβολίων…».
Ο κ. Σκέρτσος καταλήγει, τονίζοντας ότι το μήνυμα είναι ένα: «Ακούμε τους πραγματικούς ειδικούς -και όχι τσαρλατάνους- και εμβολιαζόμαστε, για να σβήσουμε τον κίνδυνο του ιού πάνω και από τους πιο ευάλωτους συμπολίτες μας».