Ιστορική απόφαση εξέδωσε ομόφωνα το Β’ Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Αθηνών, υιοθετώντας για πρώτη φορά ρητά το μήνυμα της επιστημονικής κοινότητας ότι ένας άνθρωπος, θετικός στη λοίμωξη HIV που έχει μη ανιχνεύσιμο ιικό φορτίο, είναι μη μεταδοτικός.
Συγκεκριμένα, μετά την ολοκλήρωση του ακροατηρίου στις 10.11.2017, το Δικαστήριο αθώωσε κατηγορούμενο ο οποίος μηνύθηκε από σύντροφό του, με την οποία διατηρούσε περιστασιακή σεξουαλικής φύσεως σχέση, ότι αποπειράθηκε να της μεταδώσει τον ιό του HIV μέσω δήθεν απροφύλακτης σεξουαλικής επαφής. Επιπλέον, αναγνώρισε ως μη ενοχοποιητικό στοιχείο την απόφαση του κατηγορουμένου να μην αποκαλύψει στην περιστασιακή σύντροφό του την οροθετικότητά του, καθώς ο ίδιος λάμβανε τις απαραίτητες προφυλάξεις και τη θεραπεία του, με αποτέλεσμα να μην κινδυνεύει τρίτο άτομο από σεξουαλική επαφή μαζί του.
Η δίωξη αυτή, ασκηθείσα τον Αύγουστο του 2012, ήρθε σε συνέχεια της ευρύτατης –χωρίς, ωστόσο, επιστημονική τεκμηρίωση– «ποινικοποίησης» της λοίμωξης HIV, όποτε στο στόχαστρο τής τότε πολιτικής ηγεσίας βρέθηκε να κατηγορείται για το ίδιο αδίκημα σημαντικός αριθμός ατόμων που έκαναν χρήση ψυχοδραστικών ουσιών, όπως και διεμφυλικά άτομα, τα οποία τελικώς αθωώθηκαν πανηγυρικά από τα δικαστικά όργανα.
Την υπόθεση ανέλαβε το «Κέντρο Ζωής», προσφέροντας δωρεάν νομική συνδρομή στον ωφελούμενο σε όλη τη διάρκεια της δικαστικής περιπέτειάς του.
Ως Οργανισμός, μαχόμενος για τα δικαιώματα των οροθετικών ανθρώπων τόσο στην υγιή και χωρίς κίνδυνο σεξουαλική ζωή, όσο και στην αναπαραγωγή, το «Κέντρο Ζωής» χαιρετίζει την πρώτη δικαστική αναγνώριση στη χώρα μας του μηνύματος των επιστημονικών ερευνών ότι το μη ανιχνεύσιμο ιικό φορτίο καθιστά μη πιθανή την μετάδοση του ιού.
Παράλληλα, όμως, εφιστά την προσοχή στους αρμόδιους φορείς για τη μη λειτουργία των αντιδραστηρίων για διάστημα πλέον του 1,5 έτους, γεγονός που, εκτός των λοιπών σοβαρότατων προβλημάτων που τούτο μπορεί να συνεπάγεται σε θέματα υγείας, οδηγεί σε απώλεια του πλέον σημαντικού αποδεικτικού μέσου σε ποινικές δίκες κατά ανθρώπων θετικών στον ιό του HIV και αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο αύξησης κρουσμάτων εκβιασμών, με θύματα τους ίδιους τους ασθενείς.