Η λοίμωξη με τους ιούς της γρίπης αποτελεί μια από τις συχνότερες λοιμώξεις κατά τους χειμερινούς μήνες. Είναι χαρακτηριστικό ότι, στην Ελλάδα, κάθε χρόνο περίπου 150 ασθενείς καταλήγουν και πολλαπλάσιοι νοσηλεύονται σε νοσοκομεία και σε ΜΕΘ για επιπλοκές της γρίπης. Στις ΗΠΑ, περίπου 32.000 – 69.000 άνθρωποι πεθαίνουν από γρίπη κάθε χρόνο.
Όπως σημειώνουν οι καθηγητές της Ιατρικής Σχολής του ΕΚΠΑ Ευστάθιος Καστρίτης και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ), τον Φεβρουάριο μια σημαντική μερίδα του κοινού θεώρησε ότι και η λοίμωξη COVID-19 «είναι σαν μια γρίπη». Ωστόσο, οι επόμενοι 5,5 μήνες έδειξαν ότι είναι πολύ πιο θανατηφόρα και λιγότερο προβλέψιμη νόσος από την εποχική γρίπη. Κι αυτό διότι, σε αντίθεση με τη γρίπη, η COVID-19 δεν φαίνεται να είναι εποχιακή νόσος, δεδομένου του συνεχώς αυξανόμενου αριθμού περιπτώσεων αυτό το καλοκαίρι στις ΗΠΑ, την Ευρώπη, αλλά και στην Ελλάδα. Κι όμως, αυτό το φθινόπωρο, για πρώτη φορά θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε την εποχιακή γρίπη εν μέσω μιας άλλης πανδημίας.
Μέχρι τώρα, παραμένουν πολλά ερωτηματικά σχετικά με το πώς η εποχική γρίπη μπορεί να επηρεάσει την πανδημία COVID-19 και το αντίστροφο. Για παράδειγμα: Θα μπορούσε να επιδεινώσει η συν-λοίμωξη με τη γρίπη την πορεία της COVID-19; Θα μπορούσε να βοηθήσει στην προστασία από τον COVID-19 ο εμβολιασμός κατά της γρίπης; Τα μέτρα που λαμβάνονται για τον έλεγχο της COVID-19 θα ελαττώσουν την επίπτωση της γρίπης.
Όμως δύο γεγονότα είναι ξεκάθαρα:
- Απαιτούνται ταχύτερα και ευρύτερα διαθέσιμα διαγνωστικά τεστ δοκιμές για τη διάκριση μεταξύ COVID-19 και γρίπης, οι οποίες έχουν μεν παρόμοια συμπτώματα (τουλάχιστον στην αρχή), αλλά απαιτούν διαφορετικές θεραπείες.
- Μια «κακή» σεζόν γρίπης (λόγω πιο μολυσματικών στελεχών, ανεπαρκών ποσοστών εμβολιασμού του πληθυσμού ή και τα δύο), σε συνδυασμό με την πανδημία COVID-19 που δεν δείχνει σημάδια ύφεσης, θα μπορούσε να οδηγήσει σε υπερκορεσμό τα ήδη επιβαρυμένα τμήματα επειγόντων περιστατικών και ΜΕΘ.
Η διάκριση μεταξύ γρίπης και COVID-19 έχει εξαιρετική σημασία. Ενώ η πορεία της γρίπης είναι ταχεία, η COVID-19 ακολουθεί μια πιο μακρά και απρόβλεπτη πορεία. Η γνώση του αιτίου των συμπτωμάτων από το αναπνευστικό, λοιπόν, είναι σημαντική για να ξέρουν οι γιατροί τι να περιμένουν.
Ο εντοπισμός της αιτίας της λοίμωξης βοηθά φυσικά στον καθορισμό της καλύτερης θεραπείας. Αν και η υποστηρικτική θεραπεία για τη γρίπη και την COVID-19 είναι παρόμοιες, οι ειδικές θεραπείες διαφέρουν. Εάν ο ασθενής έχει γρίπη, χορηγείται στοχευμένη αντιιϊκή αγωγή κατά της γρίπης, αλλά η αντιμετώπιση ασθενών με γρίπη σαν να έχουν COVID-19 είναι σπατάλη πόρων και δυνητικά επιβλαβής.
Η ρεμδεσιβίρη έχει κάποια δραστικότητα για τη θεραπεία της COVID-19, αλλά ακόμα βρίσκεται σε σχετική έχει έλλειψη. Εντωμεταξύ, αν και παλαιότερες μελέτες διαπίστωσαν ότι η ρεμδεσιβίρη είχε δράση κατά της γρίπης Α, δεν έχει δοκιμαστεί σε ασθενείς με γρίπη, οπότε δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι είναι αποτελεσματική στη θεραπεία αυτής της νόσου.
Η δεξαμεθαζόνη (μια μορφή κορτιζόνης) φαίνεται να είναι αποτελεσματική σε ορισμένους βαριά ασθενείς που νοσηλεύτηκαν με COVID-19, αλλά θα μπορούσε να βλάψει αυτούς που έχουν γρίπη. Η Εταιρεία Λοιμωδών Νοσημάτων της Αμερικής (IDSA) συνέστησε να μη χρησιμοποιούνται κορτικοστεροειδή για τη θεραπεία της εποχικής γρίπης, εκτός εάν ενδείκνυται κλινικά για άλλους λόγους, όπως το άσθμα, καθώς 2 μετα-αναλύσεις μελετών παρατήρησης έδειξαν ότι η θεραπεία με κορτικοστεροειδή ασθενών που νοσηλεύτηκαν με γρίπη συσχετίστηκε με αυξημένη θνησιμότητα.
Μια αναδρομική μελέτη από το Wuhan της Κίνας έδειξε ότι η συνδυασμένη θεραπεία με λοπιναβίρη-ριτοναβίρη οδήγησε σε ταχύτερη βελτίωση της πνευμονίας μόνο μεταξύ των ασθενών με COVID-19 και γρίπη. Ωστόσο, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) διέκοψε τις κλινικές δοκιμές της λοπιναβίρης-ριτοναβίρης, επειδή τα προσωρινά αποτελέσματα διαπίστωσαν ότι η θεραπεία, η οποία έχει εγκριθεί για τον ιό HIV, δεν είχε αποτελεσματικότητα σε ασθενείς που νοσηλεύτηκαν με COVID-19.
Ένας άλλος λόγος για τον οποίο είναι σημαντικό να προσδιοριστεί εάν τα συμπτώματα σε έναν ασθενή οφείλονται στη γρίπη ή στην στον COVID-19 (ή και τα δύο) είναι τα μέτρα περιορισμού: για την πρώτη δεν είναι τόσο αυστηρά, όσο και για την COVID-19. Χωρίς να μάθουν γρήγορα ποιο ιό έχουν, ορισμένα άτομα με COVID-19 κατά τη διάρκεια της σεζόν της γρίπης μπορεί να αποδώσουν κατά λάθος τα συμπτώματά τους στη γρίπη και να μη λάβουν τις απαραίτητες προφυλάξεις για να αποτρέψουν την εξάπλωση του SARS-CoV-2. Επιπλέον, η διάκριση μεταξύ COVID-19 και γρίπης θα είναι ζωτικής σημασίας για την παρακολούθηση της νόσου. Οπότε, δεδομένων των παρόμοιων συμπτωμάτων, θα χρειαστεί συστηματικός έλεγχος για τον SARS-CoV-2 και τη γρίπη κατά τη διάρκεια της επερχόμενης περιόδου γρίπης.
Γιατροί σε αρκετές χώρες ανέφεραν ασθενείς που είχαν θετικά τεστ τόσο για την COVID-19, όσο και για την εποχική γρίπη. Ωστόσο, αυτοί οι ασθενείς αντιπροσωπεύουν μια μικρή μειονότητα. Το πιθανότερο είναι ότι οι περισσότεροι έχουν το ένα ή το άλλο: στις ΗΠΑ, μόνο το 3% ή το 4% του πληθυσμού έχουν λοίμωξη SARS-CoV-2, ενώ το 10% έως 20% μπορεί να μολυνθεί από τον ιό της γρίπης, οπότε οι πιθανότητες μόλυνσης και από τους δύο ταυτόχρονα είναι σχετικά μικρές.
Πρώιμες αναφορές από την Κίνα έδειξαν ότι η μόλυνση με άλλους αναπνευστικούς ιούς ήταν εξαιρετικά σπάνια σε ασθενείς με COVID-19, αλλά μεταγενέστερες αναφορές από την Κίνα και τις ΗΠΑ έδειξαν ότι μέχρι και 11,8% των ασθενών είχαν συν-λοίμωξη με γρίπη. Παρόλα αυτά, τα ποσοστά αυτά δεν ανευρίσκονται σταθερά και σε άλλες μελέτες, ενώ σε ορισμένες ανευρίσκονται λοιμώξεις και με άλλους αναπνευστικούς ιούς, όπως ο Αναπνευστικός Συγκυτιακός Iός (RSV).
• Μπορούμε να περιορίσουμε τη γρίπη, μαζί με το COVID-19;
Διαισθητικά, αντιλαμβανόμαστε ότι η χρήση μάσκας, η κοινωνική αποστασιοποίηση, η εργασία από το σπίτι, το κλείσιμο σχολείων και άλλες στρατηγικές για την ελαχιστοποίηση της εξάπλωσης της COVID-19 θα μειώσει επίσης τη μετάδοση άλλων λοιμώξεων του αναπνευστικού συστήματος.
Αυτό φαίνεται να ισχύει π.χ. στην Ταϊβάν: Συγκρίνοντας δεδομένα από το 2016 έως το 2020, διαπίστωσαν ελάττωση των περιπτώσεων σοβαρής γρίπης, πνευμονιοκοκκικής πνευμονίας και θανάτων από πνευμονία. Ιάπωνες ερευνητές παρατήρησαν, επίσης, ελαττωμένη δραστηριότητα της γρίπης, συγκρίνοντας εβδομάδα με εβδομάδα το 2020, σε σύγκριση με τις προηγούμενες 5 σεζόν. Υποστήριξαν ότι η υψηλή ευαισθητοποίηση του ιαπωνικού κοινού σχετικά με μέτρα για τη μείωση της μετάδοσης της COVID-19 στις αρχές του έτους μπορεί να εξηγήσει το εύρημά τους. Ερευνητές στο Κατάρ ανέφεραν, τέλος, μια «δραματική μείωση» της εργαστηριακά επιβεβαιωμένης γρίπης μετά το κλείσιμο των σχολείων.
Η κατάσταση στο νότιο ημισφαίριο, όπου τώρα κορυφώνεται η εποχή της γρίπης, μπορεί να δώσει περισσότερες ενδείξεις για το τι μπορεί να περιμένουμε στο βόρειο ημισφαίριο στην προσεχή σεζόν της γρίπης. Όπως επισημαίνουν οι ερευνητές, παρατηρείται μια απίστευτα ήπια εποχή γρίπης σε όλο το νότιο ημισφαίριο, συμπεριλαμβανομένων των περιοχών με υψηλή δραστηριότητα της COVID-19 όπως η Βραζιλία. Παρόλα αυτά, σημειώνουν ότι δεν πρέπει να υποθέσουμε ότι αυτό θα συμβεί και στο βόρειο ημισφαίριο. Η καλύτερη εξήγηση για την εποχή της ήπιας γρίπης του νότιου ημισφαιρίου είναι ότι οι στρατηγικές ελέγχου της COVID-19 περιορίζουν την εξάπλωση και των άλλων αναπνευστικών ιών. Το απαισιόδοξο σενάριο, όμως, είναι ότι η COVID-19 έχει κατακλύσει τα συστήματα υγειονομικής περίθαλψης, κι έτσι τα άτομα με γρίπη μένουν στο σπίτι και δεν καταγράφονται ή δεν αναζητούν περίθαλψη, αλλά χάνονται στο πλήθος των ασθενών με COVID-19.
Ο επικείμενος χειμώνας στο βόρειο ημισφαίριο αύξησε το ενδιαφέρον για τα εμβόλια γρίπης, τα οποία μπορεί να συγκρατήσουν τις εισαγωγές στο νοσοκομείο για γρίπη καθώς τα συστήματα υγείας αντιμετωπίζουν την πανδημία. Οι κατασκευαστές εμβολίων κατά της γρίπης ανακοίνωσαν αυξήσεις της παραγωγής για τη σεζόν 2020-21. Το CDC αναμένει να έχει ρεκόρ 194 εκατομμύρια έως 198 εκατομμύρια δόσεις – μια αύξηση 20 εκατομμυρίων δόσεων από πέρυσι. Τον περασμένο μήνα, η Εθνική Υπηρεσία Υγείας του Ηνωμένου Βασιλείου ανακοίνωσε ότι θα επεκτείνει τις ηλικιακές ομάδες που είναι επιλέξιμες για δωρεάν εμβόλιο γρίπης τόσο σε παιδιά, όσο και σε ενήλικες.
Ωστόσο, τα ποσοστά εμβολιασμού για τη γρίπη εδώ και πολύ καιρό δεν είναι ικανοποιητικά: τα ποσοστά μεταξύ των ηλικιωμένων (τον πληθυσμό-στόχο για το εμβόλιο της γρίπης σε πολλές χώρες) κυμαίνονται από 2% έως 72,8%, ανάλογα με τη χώρα.
Και κάτι τελευταίο: εφόσον ο ιός της γρίπης κυκλοφορεί λιγότερο στο νότιο ημισφαίριο, αυτό σημαίνει και λιγότερες ενδείξεις σχετικά με το ποιες γενετικές παραλλαγές είναι πιο διαδεδομένες, οι οποίες πιθανότατα θα συμβάλουν στην επόμενη εποχή της γρίπης. Τα εργαστήρια που συλλέγουν και αναλύουν δείγματα γρίπης για να αποφασίσουν τη σύνθεση του εμβολίου του επόμενου έτους, λένε ότι έχουν λάβει λιγότερα δείγματα ασθενών από ό,τι τα προηγούμενα χρόνια. Έτσι, ανεπαρκή δεδομένα θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε ένα λιγότερο αποτελεσματικό εμβόλιο για το νότιο ημισφαίριο το 2021.