Τα μνημόνια έφεραν μεγάλες αλλαγές σε όλους τους τομείς της ζωής μας. Άλλες ουσιαστικές, άλλες επιφανειακές και άλλες αλόγιστες, που ήρθαν απλά γιατί έπρεπε να ρίξουν στάχτη στα μάτια τρίτων, είτε αυτοί λέγονται εταίροι, δανειστές, είτε πολιτικοί αντίπαλοι και ψηφοφόροι.
Μεγάλες αλλαγές υπέστη και ο τομέας Υγείας με τα μνημόνια να επιβάλλουν μέτρα και μεταρρυθμίσεις με στόχο την εξυγίανση του χώρου, η οποία θα οδηγήσει σταδιακά στις σωστά κατανεμημένες δαπάνες και στην καλύτερη παροχή υπηρεσιών προς τους πολίτες. Ωστόσο κι εδώ έγιναν κάποιες ουσιαστικές αλλαγές ή τουλάχιστον βρίσκονται καθ’ οδόν, όπως επίσης όμως και πολλές επιφανειακές και αλόγιστες, που στόχο είχαν να ικανοποιήσουν φαινομενικά την Τρόικα, τα ταμεία του κράτους, αλλά και τους ασθενείς που ελπίζουν σε καλύτερες μέρες.
Στον τομέα του φαρμάκου, φτάσαμε από το ένα άκρο της υπερβολής των «παλιών, καλών εποχών», όπου η ανεξέλεγκτη συνταγογράφηση και η απουσία μηχανισμών και ελέγχων οδήγησε τη φαρμακευτική δαπάνη στα ύψη, στο άλλο άκρο που ζούμε σήμερα, όπου οι προϋπολογισμοί είναι ανεπαρκείς για να καλύψουν τις ανάγκες των ασθενών, κάτι που παραδέχεται και ο ίδιος ο υπουργός Υγείας.
Προβλήματα στην τιμολόγηση των φαρμάκων, καθυστέρηση στην εισαγωγή καινοτόμων θεραπειών, μεγάλες επιστροφές και εκπτώσεις από τις φαρμακευτικές επιχειρήσεις ήταν το βασικό μείγμα που χρησιμοποίησε το υπουργείο για να «ρίξει» τη φαρμακευτική δαπάνη και να «κουμπώσουν» τα νούμερα με αυτά που απαιτούνταν από τους δανειστές. Ωστόσο, η λύση δεν ήταν αυτή. Η λύση απαιτούσε μεταρρυθμίσεις: Σύστημα Αξιολόγησης Τεχνολογιών Υγείας, θεραπευτικά πρωτόκολλα, μητρώα ασθενών, εκσυγχρονισμός του συστήματος. Όλα αυτά, άρχισαν να υλοποιούνται πιο αργά, πολύ πιο αργά και αφού ήδη «μπλόκαρε» η αγορά και οι ασθενείς έφτασαν στα όριά τους.
Αν δεν προχωρήσουν οι μεταρρυθμίσεις αυτές, ποτέ δεν θα υπάρξει επαρκής έλεγχος του χώρου, ποτέ δεν θα γνωρίζουμε τις βασικές μας ανάγκες και προτεραιότητες, ποτέ δεν θα λαμβάνουμε στοχευμένες και τεκμηριωμένες αποφάσεις. Πρόσφατη πολυκριτηριακή έρευνα της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Υγείας, η πρώτη στην Ελλάδα, ενδεχομένως και διεθνώς, επιχείρησε με τη βοήθεια μίας διεπιστημονικής ομάδας εμπειρογνωμόνων, να «εντοπίσει» το πού, πώς και γιατί πρέπει να κατανέμονται οι πόροι στο σύστημα Υγείας, εξετάζοντας διαφορετικές κατηγορίες νοσημάτων. Τα κακοήθη νεοπλάσματα αναδείχτηκαν ως βασική προτεραιότητα για την κατανομή των πόρων αυτών, με βάση κριτήρια που σχετίζονται με το φορτίο της νόσου, τη δυνατότητα βελτίωσης της υγείας των πασχόντων, το άμεσο και έμμεσο κόστος της νόσου κ.ά.. Παρόλα αυτά, δεν διαθέτουμε Εθνικό Σχέδιο Δράσης για τον Καρκίνο, δεν έχουμε πληθυσμιακό Εθνικό Μητρώο Νεοπλασιών και βαδίζουμε στα τυφλά, συλλέγοντας δεδομένα από άλλες χώρες, κινούμαστε κατά προσέγγιση και αγνοούμε το τι πραγματικά συμβαίνει «στο σπίτι μας».
Σε μια περίοδο που οι πόροι είναι περιορισμένοι, τα «ζωνάρια σφιχτά», θα πρέπει να κινούμαστε με σχέδιο και στόχευση, ώστε αυτοί οι πόροι να κατευθύνονται εκεί που πραγματικά υπάρχουν ανάγκες. Όχι κατά προσέγγιση. Όχι υποθετικά. Όχι όπως – όπως. Με μεταρρυθμίσεις, με δουλειά, με επιστημονικά κριτήρια, με συνεργασία, με υγιείς στόχους…
Γράφει ο Θεόδουλος Παπαβασιλείου
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Ελεύθερος Τύπος, την Κυριακή 8 Ιουλίου